αγκάλη

αγκάλη
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως.
* * *
η (Α ἀγκάλη)
1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του, τεταμένα προς τα εμπρός και λυγισμένα έτσι, που να δεχθούν και να σφίξουν κάποιον ή κάτι (αλλ. κόρφος, αγκαλιά)
2. οτιδήποτε περικλείει ή περισφίγγει κάτι με τρυφερότητα και απαλότητα
«η αγκάλη των κυμάτων»
3. ό,τι μπορεί να χωρέσει μεμιάς στην αγκάλη τού ανθρώπου (αλλ. αγκαλίδα)
νεοελλ.
1. απάνεμο μέρος ανάμεσα σε δύο ακρωτήρια, ορμίσκος, κόλπος
2. εσοχή σε βουνοπλαγιά, όμοια με κολπίσκο
3. φρ. «με ανοιχτές αγκάλες», με μεγάλη ευχαρίστηση ή προθυμία
μσν.
1. (ειδικότ.) το στήθος τής γυναίκας
2. είδος πολεμικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από τον επαυξημένο με λ- τύπο τής ρίζας ἀγκ-*.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκαλίζομαι, ἀγκαλίς
νεοελλ.
αγκαλιά, αγκαλίζω, αγκαλίτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγκάλη — bent arm fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀνακαλέω call up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνακαλέω call up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκάλῃ — ἀγκάλη bent arm fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'γκαλῆι — ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up fut ind mid 2nd sg (attic) ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up pres subj mp 2nd sg ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up pres ind mp 2nd sg ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up pres subj act 3rd sg ἐγκαλῇ , ἐγκαλέω call in pres subj mp 2nd sg ἐγκαλῇ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκάλαι — ἀγκάλη bent arm fem nom/voc pl ἀγκάλᾱͅ , ἀγκάλη bent arm fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδα — ἀγκάλη bent arm fem acc sg ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc/acc dual ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδας — ἀγκάλη bent arm fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδες — ἀγκάλη bent arm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδεσσι — ἀγκάλη bent arm fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδεσσιν — ἀγκάλη bent arm fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδων — ἀγκάλη bent arm fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”